αμφίτομος

αμφίτομος
ἀμφίτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο κόψεις, δίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -τομος < τέμνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιτόμοις — ἀμφίτομος cutting on both sides masc/fem/neut dat pl ἀμφιτόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιτόμοισι — ἀμφίτομος cutting on both sides masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμφιτόμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιτόμον — ἀμφιτόμος masc/fem acc sg ἀμφιτόμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιτόμου — ἀμφίτομος cutting on both sides masc/fem/neut gen sg ἀμφιτόμος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιτόμῳ — ἀμφίτομος cutting on both sides masc/fem/neut dat sg ἀμφιτόμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίτομον — ἀμφίτομος cutting on both sides masc/fem acc sg ἀμφίτομος cutting on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”